- ευπρέπεια
- η (ΑΜ εὐπρέπεια) [ευπρεπής]1. ωραία, σοβαρή και καλαίσθητη εξωτερική εμφάνιση2. ψυχική ομορφιά, ευγένεια και σεμνότητα ήθους3. ευγενική, πολιτισμένη συμπεριφορά, κοσμιότηταμσν.καύχημα, κόσμημαμσν.-αρχ.μεγαλοπρέπεια («ὁ Κύριος ἐβασίλευσεν εὐπρέπειαν ἐνεδύσατο», ΠΔ)αρχ.1. φαινομενική, υποκριτική κοσμιότητα2. ευλογοφανής πρόφαση.
Dictionary of Greek. 2013.